στραταρχείο

στραταρχείο
το, Ν
1. η έδρα τού στρατάρχη, το γενικό στρατηγείο
2. οι υπηρεσίες που υπόκεινται στη δικαιοδοσία τού στρατάρχη
3. το προσωπικό τών σχετικών με τον στρατάρχη υπηρεσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατάρχης. Η λ., στον λόγιο τ. στραταρχεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”